- τριήρεας
- τριήρηςa triremefem acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek
ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ … Dictionary of Greek